Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η παραίτηση

  • 1 παραίτηση

    [парэтиси] ουσ. Θ. отказ, отречение, отставка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραίτηση

  • 2 отставка

    отставка ж η παραίτηση* выйти в \отставкау υποβάλλω παραίτηση, παραιτούμαι
    * * *
    ж
    η παραίτηση

    вы́йти в отста́вку — υποβάλλω παραίτηση, παραιτούμαι

    Русско-греческий словарь > отставка

  • 3 отставка

    θ.
    παραίτηση, αποστρατεία, αποχώρηση (από το στράτευμα) απόλυση•

    подать в -у υποβάλλω (δίνω) παραίτηση•

    подать просьбу об -е δίνω αίτηση παραίτησης•

    он в -е αυτός είναι απόστρατος•

    выйти в -у αποστρατεύομαι απολύομαι•

    находящийся в -е αποστρατευμένος• απολυμένος.

    εκφρ.
    отставка правительства (кабинета) – παραίτηση της κυβέρνησης.

    Большой русско-греческий словарь > отставка

  • 4 отречение

    отречение с η απάρνηση· η παραίτηση (от прав и т. л.)
    * * *
    с
    η απάρνηση; η παραίτηση (от прав и т. п.)

    Русско-греческий словарь > отречение

  • 5 уход

    I уход Ι м (откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση (в отставку перед самым его \уходом λίγο πριν φύγει II уход им (забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη (за больным)
    * * *
    I м
    (откуда-л.) η αναχώρηση; η παραίτηση ( в отставку)

    пе́ред са́мым его́ ухо́дом — λίγο πριν φύγει

    II м
    ( забота) η περιποίηση, η φροντίδα; η περίθαλψη ( за больным)

    Русско-греческий словарь > уход

  • 6 отставка

    отстав||ка
    ж ἡ ἀπόλυση / ἡ παραίτηση [-ις], ἡ παύση [-ις] (с»"· службы)/ ἡ ἀπόταξις, ἡ ἀποστράτευση [-ις] (из армии):
    офицер в \отставкаке ἀπόστρατος · ἀξιωματικός· быть в \отставкаке εὐρίσκομαι ἐν'. ἀποστρατεία· подава́ть в \отставкаку ὑποβάλλὠ· τήν παραίτηση μου, παραιτούμαι, καταθέ· · τω τήν ἀρχή· выходить в \отставкаку ἀποστρατεύομαι· ◊ давать \отставкаку кому-л. παύω (или ἀπομακρύνω) κάποιον получать\отставкаку у кого́-л. χάνω τήνεὔνοια κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > отставка

  • 7 отречение

    ουδ.
    άρνηση, αποποίηση. || απάρνηση. || παραίτηση•

    отречение от престола παραίτηση από το θρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > отречение

  • 8 отказ

    отказ
    м
    1. ἡ ἄρνηση [-ις]:
    получать \отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· отвечать решительным \отказом ἀρνοῦμαι κατηγορηματικά·
    2. (от чего-л.) ἡ παραίτηση, ή

    Русско-новогреческий словарь > отказ

  • 9 отречение

    отречение
    с ἡ ἀπάρνηση [-ις]/ ἡ ἀποστασία (тк. от убеждений, веры и т.п.)/ ἡ ἀποποίηση [-ις], ἡ παραίτηση [-ις] (от права на что-л., от престола).

    Русско-новогреческий словарь > отречение

  • 10 подавать

    подавать
    несов
    1. δίνω, δίδω, προσφέρω, παρέχω:
    \подавать знак δίδω σημειον \подавать совет δίδω συμβουλήν \подавать милостыню δίνω ἐλεημοσύνη· \подавать повод δίνω ἀφορμή· \подавать пример δίνω τά παράδειγμα· \подавать команду δίνω διαταγή, προστάζω· не \подавать руки́ δέν προτείνω τό χέρι μου· \подавать помощь βοηθώ, παρέχω βοήθειαν
    2. (на стол) σερβίρω:
    обед по́дан τό γεῦμα εἶναι σερβιρισμένο·
    3. (лошадей, машину и т. п.) δίνω· 4:
    \подавать заявление ὑποβάλλω αίτηση· \подавать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω παράπονα· подавать в суд κάνω μήνυση·
    5. тех. τροφοδοτώ· ◊ \подавать мяч спорт. δίνω πάσσα· \подавать в отставку ὑποβάλλω παραίτηση, παραιτοῦμαι· \подавать надежды παρέχω ἐλπίδας· не \подавать признаков жизни δέν δίδω σημεία ζωής.

    Русско-новогреческий словарь > подавать

  • 11 рапорт

    рапорт
    м ἡ ἀναφορά, ἡ ἔκθεση [-ις]:
    отдавать \рапорт δίνω ἀναφορἄ подавать \рапорт δίνω γραπτή ἀναφορά· подавать \рапорт об отставке ὑποβάλλω παραίτηση.

    Русско-новогреческий словарь > рапорт

  • 12 самоотречение

    самоотречение
    с ἡ παραίτηση [-ις], ἡ ἀπάρνηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > самоотречение

  • 13 уход

    уход I
    м ἡ εξοδος, ἡ ἀναχώρηση [-ις]/ ἡ παραίτηση (в отставку):
    до (после) \ухода πρίν ἀπό (μετά) τήν ἀναχώρηση· перед самым \уходом ἀκριβώς λίγο πρίν φύγει.
    уход II
    м (забота) ἡ περιποίηση [-ις]. ἡ φροντίδα [-ίς]:
    \уход за больным ἡ περιποίηση τοῦ ἀρρωστου· цветы требуют \ухода τά λουλούδια θέλουν περιποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > уход

  • 14 самоотречение

    [σαμαατριτσιέ· νιιε] ουσ. ο. παραίτηση, απάρνηση

    Русско-греческий новый словарь > самоотречение

  • 15 уход

    [ουχότ] ουσ. α. έξοδος, παραίτηση, αναχώρηση

    Русско-греческий новый словарь > уход

  • 16 самоотречение

    [σαμαατριτσιέ· νιιε] ουσ ο παραίτηση, απάρνηση

    Русско-эллинский словарь > самоотречение

  • 17 уход

    [ουχότ] ουσ α έξοδος, παραίτηση, αναχώρηση

    Русско-эллинский словарь > уход

  • 18 известие

    ουδ.
    είδηση, νέο• πληροφορία•

    известие об отставке правительства η είδηση για την παραίτηση της κυβέρνησης•

    о нём нет никакого известиея γι' αυτόν δεν υπάρχει καμιά πληροφορία•

    газета «Известия» η εφημερίδα τα «Νέα».

    || δελτίο•

    -я Академии Наук δελτίο της Ακαδημίας επιστημών.

    εκφρ.
    последние известиея – οι τελευταίες ειδήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > известие

  • 19 отказ

    α.
    1. άρνηση•

    он получил отказ в прооьбе αυτός έλαβε αρνητική απάντηση στην αίτηση (παράκληση)•

    отказ наотрез άρνηση κατηγορηματική•

    ответить -ом απαντώ αρνητικά.

    || απάρνηση. || παραίτηση, αποποίηση.
    2. (μουσ.) αναίρεση.
    3. παύση, σταμάτημα. || εγκατάλειψη.
    εκφρ.
    без -а – χωρίς διακοπή, ασταμάτητα•
    до -а – ως το τέλος, ώσπου δεν παίρνει άλλο.
    α. παλ.
    κληροδοσία, η με διαθήκη περιουσία.

    Большой русско-греческий словарь > отказ

  • 20 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

См. также в других словарях:

  • παραίτηση — η 1. η εγκατάλειψη ή άρνηση αποδοχής ενός δικαιώματος, αξίωσης, θέσης ή αξιώματος: Η παραίτησή σου από το δικαστικό αγώνα θα ανοίξει το δρόμο για μια συμφωνία. 2. έγγραφο με το οποίο δηλώνεται η εγκατάλειψη του δικαιώματος, της αξίωσης κτλ.: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραίτηση — η / παραίτησις, ήσεως, ΝΜΑ [παραιτούμαι] εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος νεοελλ. 1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του 2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση τού… …   Dictionary of Greek

  • παραιτήσῃ — παραιτήσηι , παραίτησις supplication fem dat sg (epic) παραιτέομαι beg of aor subj mp 2nd sg παραιτέομαι beg of fut ind mp 2nd sg παραιτέομαι beg of aor subj mid 2nd sg παραιτέομαι beg of aor subj act 3rd sg παραιτέομαι beg of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • παραιτήσηι — παραίτησις supplication fem dat sg (epic) παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj mp 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of fut ind mp 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj mid 2nd sg παραιτήσῃ , παραιτέομαι beg of aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»